Η αντισεισμική δόμηση των κτιρίων αποτελεί αναμφισβήτητα τον κύριο και καθοριστικό παράγοντα για την αντιμετώπιση του σεισμικού κινδύνου. Στη χώρα μας, η οποία παρουσιάζει την υψηλότερη σεισμική επικινδυνότητα στην Ευρώπη, ο σχεδιασμός και η κατασκευή κτιρίων ικανών να δέχονται με ασφάλεια τις σεισμικές καταπονήσεις, αποτελούσε και αποτελεί βασική προτεραιότητα της Πολιτείας. Στην κατεύθυνση αυτή τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολλά και σημαντικά βήματα, κυρίως με τη θεσμοθέτηση αυστηρών Αντισεισμικών Κανονισμών, που παρέχουν στα σύγχρονα κτίρια υψηλό επίπεδο αντισεισμικής ασφάλειας. Με το δεδομένο όμως ότι ο πρώτος Αντισεισμικός Κανονισμός εφαρμόσθηκε στην Ελλάδα το 1959 και η πρώτη σημαντική βελτίωσή του έγινε το 1985, δημιουργείται εύλογα το ερώτημα για το πόσο ασφαλή μπορεί να είναι τα κτίρια που κατασκευάστηκαν πριν το 1959 ή ακόμα και πριν το 1985. Το ερώτημα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν αφορά κτίρια συνάθροισης κοινού ή κρίσιμων λειτουργιών, όπως κατά κανόνα είναι τα κτίρια Δημόσιας και κοινωφελούς χρήσης, και κυρίως τα νοσοκομεία, σχολεία, κτίρια διοίκησης, τηλεπικοινωνίας, παραγωγής και μεταφοράς ενέργειας, πυροσβεστικοί σταθμοί, κ.ά. Είναι προφανές ότι η χρονική περίοδος που μελετήθηκε και κατασκευάστηκε ένα κτίριο, μολονότι αποτελεί κρίσιμο στοιχείο (γιατί παραπέμπει άμεσα στον ισχύοντα τότε αντισεισμικό κανονισμό, στην ποιότητα των υλικών και στην τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε ), δεν αρκεί για την εκτίμηση της αντισεισμικής του επάρκειας .

Υπάρχουν πάρα πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν την σεισμική συμπεριφορά των κτιρίων που έχουν κατασκευαστεί στην ίδια χρονική περίοδο, η αναζήτηση και o εντοπισμός των οποίων αποτελεί μια εξαιρετικά δύσκολη και δαπανηρή εργασία. Και αυτό διότι σε πολλές περιπτώσεις οι μελέτες των κτιρίων έχουν χαθεί ή είναι δύσκολο να ευρεθούν, άλλα και όταν είναι διαθέσιμες, είναι δύσκολο να διαπιστωθεί η ακριβής εφαρμογή τους. Αυτό σημαίνει ότι πολλά κατασκευαστικά στοιχεία, που είναι καθοριστικά για τη σεισμική συμπεριφορά ενός κτιρίου, όπως για παράδειγμα οι οπλισμοί, οι διατομές στοιχείων που έχουν επενδυθεί, η ποιότητα των υλικών, η θεμελίωση, κ.α., είναι αδύνατο να ελεγχθούν οπτικά και απαιτείται η χρήση μεθόδων που είναι δαπανηρές, αλλά κυρίως προϋποθέτουν τη μερική ή ολική διακοπή της λειτουργίας του κτιρίου. Ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας για την σεισμική ασφάλεια των κτιρίων είναι και το αναμενόμενο μέγεθος του σεισμικού κινδύνου που τα απειλεί.

Η σεισμική επικινδυνότητα μιας περιοχής μόνον πιθανολογικά μπορεί να εκτιμηθεί και η μέγιστη αναμενόμενη σεισμική δράση σε ένα συγκεκριμένο σημείο αλλά και η σφοδρότητα με την οποία θα καταπονήσει ένα συγκεκριμένο κτίριο, ενέχει πολλές αβεβαιότητες, όπως έχει αποδειχτεί και από τους πρόσφατους σεισμούς στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Η αβεβαιότητα αυτή καθιστά το εγχείρημα της εκτίμησης της σεισμικής ασφάλειας ενός κτιρίου ακόμα πιο δύσκολο.

Στις παραπάνω δυσκολίες και αβεβαιότητες οφείλεται το γεγονός ότι σε καμία χώρα του κόσμου δεν υφίσταται μέχρι σήμερα κανονιστικό πλαίσιο υποχρεωτικής εφαρμογής προσεισμικού ελέγχου του συνόλου των κτιρίων.

Ο προσεισμικός έλεγχος αποτελείται από τρία στάδια ελέγχου:

Τον Πρωτοβάθμιο προσεισμικό έλεγχο ή Ταχύ Οπτικό Έλεγχο (TOE), για την πρώτη καταγραφή και ταχεία αποτίμηση της σεισμικής ικανότητας των κτιρίων δημόσιας και κοινωφελούς χρήσης. Η διαδικασία που ακολουθείται έχει ως εξής:

  • Κατατάσσεται ο δομικός τύπος της κατασκευής ανάλογα με το υλικό κατασκευής (σκυρόδεμα, χάλυβας, τοιχοποιία), το είδος του δομικού συστήματος (πλαισιωτό, δυαδικό), το είδος της κατασκευής (συμβατική, προκατασκευή, διαζωματική τοιχοποιία) και το ισχύον κατά τη φάση της μελέτης κανονιστικό πλαίσιο σχεδιασμού.
  • Με την αντιστοίχηση αυτή η κατασκευή λαμβάνει την Αρχική Βαθμολογία Σεισμικού Κινδύνου (ΑΒΣΚ).
  • Στη συνέχεια η Αρχική Βαθμολογία τροποποιείται λαμβάνοντας υπόψη ορισμένα βασικά δομικά χαρακτηριστικά, τα οποία διαμορφώνουν τη σεισμική συμπεριφορά και επηρεάζουν την τρωτότητα μιας κατασκευής. Η συμμετοχή των χαρακτηριστικών αυτών ποσοτικοποιείται με τους Τροποποιητικούς Συντελεστές Συμπεριφοράς που λαμβάνουν τιμές ανάλογες του εκτιμώμενου βαθμού επιρροής τους. Συγκεκριμένα λαμβάνονται υπόψη:
    • η ύπαρξη pilotis, κοντών υποστυλωμάτων και κανονικής διάταξης τοιχοπληρώσεων.
    • η μορφή και το σχήμα καθ’ ύψος και σε κάτοψη της κατασκευή
    • οι εν επαφή κατασκευές
    • οι τυχόν υπάρχουσες κακοτεχνίες
    • οι εδαφικές συνθήκες της περιοχή
    • ο βαθμός συντήρησης του κτιρίου και των πιθανών βλαβών από προηγούμενους σεισμούς ή άλλα αίτια

Η τελική τιμή της Δομικής Βαθμολογίας αποτελεί ένα κριτήριο του βαθμού επάρκειας της κατασκευής συσχετιζόμενο με την πιθανότητα εμφάνισης σημαντικής βλάβης (που θα απαιτούσε μεγάλο κόστος επισκευής) ή και κατάρρευσης σε ενδεχόμενο μελλοντικό σεισμό. Έτσι τελικά αν ο προκύπτων βαθμός είναι μικρότερος ενός ορίου το κτίριο θεωρείται ως κατ’ αρχήν μη ανταποκρινόμενο στον ισχύοντα Ελληνικό Αντισεισμικό Κανονισμό και απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση, διαφορετικά ο έλεγχος ολοκληρώνεται στο πρώτο βήμα. Όλα τα συμπεράσματα καταγράφονται σε μια Τεχνική Έκθεση, στην οποία, σε περίπτωση χαμηλότερης του ορίου βαθμολογίας, προτείνονται μέσα για τη πραγματοποίησή της περαιτέρω διερεύνησης.

Τον Δευτεροβάθμιο προσεισμικό έλεγχο για την προσεγγιστική αποτίμηση της σεισμικής ικανότητας με βάση αναλυτικότερους υπολογισμούς και (μη καταστροφικό) έλεγχο ποιότητας των υλικών, για όσα κτίρια προκύψει ανεπαρκής σεισμική ικανότητα με βάση τα αποτελέσματα του TOE.
Η προτεινόμενη μέθοδος προσεγγιστικής αποτίμησης της σεισμικής ικανότητας συνίσταται στα εξής κύρια βήματα:

  • Επιτόπου επίσκεψη (επισκέψεις) στο κτίριο, οπτική αξιολόγηση, και διεξαγωγή μη καταστροφικών ελέγχων αντοχών υλικών (π.χ. κρουσιμετρήσεων)
  • Κατάταξη του αποτιμώμενου κτιρίου σε μια από τις κατηγορίες που περιγράφονται στην ενότητα 2.2
  • Διεξαγωγή επιμέρους αναλυτικών υπολογισμών για τον προσδιορισμό ορισμένων κρίσιμων μεγεθών (βλ. ενότητες 2.3 και 2.4)
  • Συμπλήρωση των εντύπων (ενότ. 2.3) του προσεισμικού ελέγχου της Β΄ Φάσης
  • Τελική αξιολόγηση των αδυναμιών του κτηρίου και σύνταξη της σχετικής έκθεσης (ενότητα 2.5)

Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως και στην περίπτωση του ελέγχου της Α΄ Φάσης, αλλά πολύ περισσότερο στην παρούσα Β΄ Φάση, είναι απαραίτητη η εύρεση είτε της στατικής μελέτης, είτε τουλάχιστο κάποιων σχεδίων (κατά προτίμηση ξυλοτύπων), στα οποία να φαίνονται οι διαστάσεις των φερόντων στοιχείων (οι λεπτομέρειες των οπλισμών των στοιχείων Ο/Σ δεν είναι εντελώς απαραίτητες, βοηθούν ωστόσο στη διαμόρφωση σαφέστερης γνώμης σχετικά με την πλήρωση ή μη κάποιων κριτηρίων, βλ. ενότητα 2.3).

Την αναλυτική αποτίμηση της σεισμικής ικανότητας και (ενδεχομένως) σύνταξη μελέτης αποκατάστασης- ενίσχυσης, για όσα κτίρια προκύψει τοπική ή γενική σεισμική ανεπάρκεια από το προηγούμενο στάδιο.
Η αποτίμηση της σεισμικής ικανότητας αποτελεί μία ποιοτική ή/και ποσοτική εκτίμηση για τον έλεγχο υφισταμένων κατασκευών σε συγκεκριμένη σεισμική δράση.
Αφορά σε ένα σημαντικό πρόβλημα διεθνώς αφού ένας μεγάλος αριθμός των ήδη δομημένων κατασκευών παρουσιάζεται με χαμηλού επιπέδου σεισμική ασφάλεια ως προς τις σημερινές απαιτήσεις.
Η ανάγκη για σεισμική αποτίμηση μπορεί να αφορά τόσο σε προσεισμικό όσο και σε μετα- σεισμικό έλεγχο.